καραμάνης

καραμάνης
καραμάνης, ὁ (Μ)
άτακτος πολεμιστής που καταγόταν από την Καραμανία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. karaman].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καραμάνικο — και καραμάνι και καραμαλίτικο, το [καραμάνης] είδος προβάτου με πλατιά και κοντή ουρά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”